απαλλαχτικός

απαλλαχτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απαλλαχτικός" в других словарях:

  • απαλλακτικός — κ. απαλλαχτικός, ή, ό (Α ἀπαλλακτικός, ή, όν) αυτός που έχει την ικανότητα ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από κάτι («ἀπαλλακτικό βούλευμα», «ἀπαλλακτική απόφαση») αρχ. κατάλληλος για θεραπευτική αγωγή …   Dictionary of Greek

  • απαλλακτικός — απαλλακτικός, ή, ό και απαλλαχτικός, ή, ό αθωωτικός: Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απαλλακτική για τον κατηγορούμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»